Translation meaning & definition of the word "sled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έλκηθρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sled
[Έλκηθρο]/slɛd/
noun
1. A vehicle mounted on runners and pulled by horses or dogs
- For transportation over snow
- synonym:
- sled ,
- sledge ,
- sleigh
1. Ένα όχημα τοποθετημένο σε δρομείς και τραβηγμένο από άλογα ή σκύλους
- Για μεταφορά πάνω από χιόνι
- συνώνυμο:
- έλκηθρο ,
- λεκιάζω
verb
1. Ride (on) a sled
- synonym:
- sled ,
- sleigh
1. Βόλτα (ον) έλκηθρο
- συνώνυμο:
- έλκηθρο ,
- λεκιάζω