Translation meaning & definition of the word "sleazy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "λαγνεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sleazy
[Σλεάζυ]/slizi/
adjective
1. Of cloth
- Thin and loosely woven
- "The coat has a sleazy lining"
- synonym:
- sleazy
1. Από πανί
- Λεπτός και χαλαρά υφασμένος
- "Το παλτό έχει μια κομψή επένδυση"
- συνώνυμο:
- λεπτόσ
2. Of very poor quality
- Flimsy
- synonym:
- bum ,
- cheap ,
- cheesy ,
- chintzy ,
- crummy ,
- punk ,
- sleazy ,
- tinny
2. Πολύ κακής ποιότητας
- Αδύνατοσ
- συνώνυμο:
- ανατροπή ,
- φθηνόσ ,
- τυρώδησ ,
- απαλός ,
- τσαλακωμένοσ ,
- πανκ ,
- λεπτόσ ,
- ταινιόσ
3. Morally degraded
- "A seedy district"
- "The seamy side of life"
- "Sleazy characters hanging around casinos"
- "Sleazy storefronts with...dirt on the walls"- seattle weekly
- "The sordid details of his orgies stank under his very nostrils"- james joyce
- "The squalid atmosphere of intrigue and betrayal"
- synonym:
- seamy ,
- seedy ,
- sleazy ,
- sordid ,
- squalid
3. Ηθικά υποβαθμισμένη
- "Μια περιοχή με σπόρους"
- "Η ναυτική πλευρά της ζωής"
- "Παράξενοι χαρακτήρες που κρέμονται γύρω από τα καζίνο"
- "Συναρπαστικές αποθήκες με. βρωμιά στους τοίχους"- σιάτλ εβδομαδιαία.
- "Οι άθλιες λεπτομέρειες των οργίων του βυθίστηκαν κάτω από τα ρουθούνια του" - τζέιμς τζόις
- "Η άθλια ατμόσφαιρα της ίντριγκας και της προδοσίας"
- συνώνυμο:
- ναυτικός ,
- σπόροι ,
- λεπτόσ ,
- σαρδέλα ,
- απολυμαντικόσ