Translation meaning & definition of the word "slay" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "φόνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slay
[Σκοτώνω]/sle/
verb
1. Kill intentionally and with premeditation
- "The mafia boss ordered his enemies murdered"
- synonym:
- murder ,
- slay ,
- hit ,
- dispatch ,
- bump off ,
- off ,
- polish off ,
- remove
1. Σκοτώστε σκόπιμα και με προμελέτη
- "Το αφεντικό της μαφίας διέταξε να δολοφονηθούν οι εχθροί του"
- συνώνυμο:
- δολοφονία ,
- σκοτώνω ,
- χτύπημα ,
- αποστολή ,
- προσκρούω ,
- απενεργοποιημένος ,
- γυαλίζω ,
- αφαιρώ
Examples of using
We have to get to the dragon and slay it to rescue the princess!
Πρέπει να φτάσουμε στον δράκο και να τον σκοτώσουμε για να σώσουμε την πριγκίπισσα!
'Now that I have realized that you truly fear God, now that you would slay your only begotten son for him.'
'‘Τώρα που έχω συνειδητοποιήσει ότι φοβάσαι αληθινά τον Θεό, τώρα που θα σκότωνες τον μονογενή σου γιο γι' αυτόν’.'