Translation meaning & definition of the word "slavish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σλαβικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slavish
[Σλαβικόσ]/slevɪʃ/
adjective
1. Blindly imitative
- "A slavish copy of the original"
- synonym:
- slavish
1. Τυφλά μιμητικός
- "Ένα σλαβικό αντίγραφο του πρωτοτύπου"
- συνώνυμο:
- σλαβικόσ
2. Abjectly submissive
- Characteristic of a slave or servant
- "Slavish devotion to her job ruled her life"
- "A slavish yes-man to the party bosses"- s.h.adams
- "She has become submissive and subservient"
- synonym:
- slavish ,
- subservient ,
- submissive
2. Απίθανα υποτακτική
- Χαρακτηριστικό ενός σκλάβου ή ενός υπηρέτη
- "Η σλαβική αφοσίωση στη δουλειά της κυβέρνησε τη ζωή της"
- "Ένας σλαβός ναι-άνθρωπος στα αφεντικά του κόμματος"- σ.α.αντάμς
- "Έχει γίνει υποτακτική και υποτακτική"
- συνώνυμο:
- σλαβικόσ ,
- υποτακτικόσ
Examples of using
Patriotism in its simple, clear and plain meaning is nothing else for the rulers as an instrument to achieve the power-hungry and self-serving purposes, and for managed people it is a denial of human dignity, reason, conscience, and slavish submission of themselves to those who are in power.
Ο πατριωτισμός με την απλή, σαφή και καθαρή σημασία του δεν είναι τίποτα άλλο για τους άρχοντες ως μέσο για να επιτύχουν, και για τους διαχειριζόμενους ανθρώπους είναι η άρνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, λογικής, συνείδησης και δουλικής υποταγής.