Translation meaning & definition of the word "slaughter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slaughter
[Σφαγή]/slɔtər/
noun
1. The killing of animals (as for food)
- synonym:
- slaughter
1. Η θανάτωση των ζώων (ας για φαγητό)
- συνώνυμο:
- σφαγή
2. A sound defeat
- synonym:
- thrashing ,
- walloping ,
- debacle ,
- drubbing ,
- slaughter ,
- trouncing ,
- whipping
2. Μια ηχηρή ήττα
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- ταριχεύω ,
- εμπόδιο ,
- εκρίζωση ,
- σφαγή ,
- ανησυχητικό ,
- μαστίγωμα
3. The savage and excessive killing of many people
- synonym:
- slaughter ,
- massacre ,
- mass murder ,
- carnage ,
- butchery
3. Η άγρια και η υπερβολική δολοφονία πολλών ανθρώπων
- συνώνυμο:
- σφαγή ,
- μαζική δολοφονία ,
- μακελειό ,
- κρεοπωλείο
verb
1. Kill (animals) usually for food consumption
- "They slaughtered their only goat to survive the winter"
- synonym:
- butcher ,
- slaughter
1. Σκοτώστε το (ανιμαλ) συνήθως για κατανάλωση τροφής
- "Σφαγίασαν τη μοναδική κατσίκα τους για να επιβιώσουν το χειμώνα"
- συνώνυμο:
- κρεοπώλησ ,
- σφαγή
2. Kill a large number of people indiscriminately
- "The hutus massacred the tutsis in rwanda"
- synonym:
- massacre ,
- slaughter ,
- mow down
2. Σκοτώστε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων αδιακρίτως
- "Οι χούτου σφαγίασαν τους τούτσι στη ρουάντα"
- συνώνυμο:
- σφαγή ,
- πετώ κάτω