Translation meaning & definition of the word "slater" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αργότερα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slater
[Σκληρυντήσ]/sletər/
noun
1. Any of various small terrestrial isopods having a flat elliptical segmented body
- Found in damp habitats
- synonym:
- woodlouse ,
- slater
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα μικρά επίγεια ισόποδα που έχουν ένα επίπεδο ελλειπτικό τμηματικό σώμα
- Βρέθηκε σε υγρά ενδιαιτήματα
- συνώνυμο:
- ξυλόσομπα ,
- πλακόστρωτο