Translation meaning & definition of the word "slate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ρυθμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slate
[Πλάκα]/slet/
noun
1. (formerly) a writing tablet made of slate
- synonym:
- slate
1. (προπυλ) ένα δισκίο γραφής από σχιστόλιθο
- συνώνυμο:
- σχιστόλιθο
2. Thin layers of rock used for roofing
- synonym:
- slate ,
- slating
2. Λεπτά στρώματα βράχου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σκεπής
- συνώνυμο:
- σχιστόλιθο ,
- περικοπή
3. A fine-grained metamorphic rock that can be split into thin layers
- synonym:
- slate
3. Ένας λεπτόκοκκος μεταμορφικός βράχος που μπορεί να χωριστεί σε λεπτά στρώματα
- συνώνυμο:
- σχιστόλιθο
4. A list of candidates nominated by a political party to run for election to public offices
- synonym:
- slate ,
- ticket
4. Κατάλογος υποψηφίων που ορίζονται από ένα πολιτικό κόμμα για να διεξαχθούν εκλογές σε δημόσια γραφεία
- συνώνυμο:
- σχιστόλιθο ,
- εισιτήριο
verb
1. Designate or schedule
- "He slated his talk for 9 am"
- "She was slated to be his successor"
- synonym:
- slate
1. Ορίστε ή προγραμματίστε
- "Έσκυψε την ομιλία του για τις 9 π.μ"
- "Ήταν προγραμματισμένη να είναι ο διάδοχός του"
- συνώνυμο:
- σχιστόλιθο
2. Enter on a list or slate for an election
- "He was slated for borough president"
- synonym:
- slate
2. Εισάγετε σε μια λίστα ή πλάκα για εκλογές
- "Ήταν προγραμματισμένος για τον πρόεδρο του δήμου"
- συνώνυμο:
- σχιστόλιθο
3. Cover with slate
- "Slate the roof"
- synonym:
- slate
3. Κάλυμμα με πλάκα
- "Τελειώστε την οροφή"
- συνώνυμο:
- σχιστόλιθο