Translation meaning & definition of the word "slasher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκληρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slasher
[Σφαγέασ]/slæʃər/
noun
1. Someone who slashes another person
- synonym:
- slasher
1. Κάποιος που πετάει ένα άλλο άτομο
- συνώνυμο:
- παραλύων
2. A weapon (a sword or dagger) used for slashing
- synonym:
- slasher
2. Ένα όπλο ( σπαθί ή ντιρκ) που χρησιμοποιείται για την πτώση
- συνώνυμο:
- παραλύων