Translation meaning & definition of the word "slash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουτιά" στην ελληνική γλώσσα
Slash
[Πλύση]noun
1. A wound made by cutting
- "He put a bandage over the cut"
- synonym:
- cut ,
- gash ,
- slash ,
- slice
1. Μια πληγή που γίνεται με την κοπή
- "Έβαλε έναν επίδεσμο πάνω από την περικοπή"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- αποβάλλω ,
- πλατύφυλλο ,
- φέτα
2. An open tract of land in a forest that is strewn with debris from logging (or fire or wind)
- synonym:
- slash
2. Μια ανοιχτή επιφάνεια γης σε ένα δάσος που είναι στρωμένο με συντρίμμια από την καταγραφή της φωτιάς ( ή ανεμοδαρμένο
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο
3. A punctuation mark (/) used to separate related items of information
- synonym:
- solidus ,
- slash ,
- virgule ,
- diagonal ,
- stroke ,
- separatrix
3. Ένα σημείο στίξης (/) που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό των σχετικών στοιχείων πληροφοριών
- συνώνυμο:
- στερεότυπο ,
- πλατύφυλλο ,
- βιργίλιο ,
- διαγώνιος ,
- εγκεφαλικό επεισόδιο ,
- αυτονομία
4. A strong sweeping cut made with a sharp instrument
- synonym:
- slash ,
- gash
4. Μια ισχυρή κοπή σάρωσης γίνεται με ένα αιχμηρό όργανο
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο ,
- αποβάλλω
verb
1. Cut with sweeping strokes
- As with an ax or machete
- synonym:
- slash ,
- cut down
1. Κόψτε με κτυπήματα σάρωσης
- Όπως με ένα τσεκούρι ή μαχαίρι
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο ,
- κόβω
2. Beat severely with a whip or rod
- "The teacher often flogged the students"
- "The children were severely trounced"
- synonym:
- flog ,
- welt ,
- whip ,
- lather ,
- lash ,
- slash ,
- strap ,
- trounce
2. Χτυπήστε σοβαρά με ένα μαστίγιο ή ράβδο
- "Ο δάσκαλος συχνά μαστίγωνε τους μαθητές"
- "Τα παιδιά είχαν προβληματιστεί σοβαρά"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ευημερώνω ,
- μαστίγιο ,
- αφαιρώ ,
- λουρί ,
- πλατύφυλλο ,
- προβληματίζω
3. Cut open
- "She slashed her wrists"
- synonym:
- slash ,
- gash
3. Ανοίγω
- "Έπεσε τους καρπούς της"
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο ,
- αποβάλλω
4. Cut drastically
- "Prices were slashed"
- synonym:
- slash
4. Μειώστε δραστικά
- "Οι τιμές είχαν περικοπεί"
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο
5. Move or stir about violently
- "The feverish patient thrashed around in his bed"
- synonym:
- convulse ,
- thresh ,
- thresh about ,
- thrash ,
- thrash about ,
- slash ,
- toss ,
- jactitate
5. Μετακινήστε ή ανακατέψτε βίαια
- "Ο πυρετώδης ασθενής χτύπησε στο κρεβάτι του"
- συνώνυμο:
- συγκλίνω ,
- αλώνω ,
- τρελαίνομαι ,
- παραπλανώ ,
- συναρπάζω ,
- πλατύφυλλο ,
- τσαντ ,
- επιτίθεμαι