Translation meaning & definition of the word "slander" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συκοφαντία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slander
[Συκοφαντία]/slændər/
noun
1. Words falsely spoken that damage the reputation of another
- synonym:
- slander
1. Λέξεις που ειπώθηκαν ψευδώς ότι βλάπτουν τη φήμη του άλλου
- συνώνυμο:
- συκοφαντία
2. An abusive attack on a person's character or good name
- synonym:
- aspersion ,
- calumny ,
- slander ,
- defamation ,
- denigration
2. Μια καταχρηστική επίθεση στο χαρακτήρα ή το καλό όνομα ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- ασπεργία ,
- συκοφαντία ,
- δυσφήμηση ,
- αποδυνάμωση
verb
1. Charge falsely or with malicious intent
- Attack the good name and reputation of someone
- "The journalists have defamed me!" "the article in the paper sullied my reputation"
- synonym:
- defame ,
- slander ,
- smirch ,
- asperse ,
- denigrate ,
- calumniate ,
- smear ,
- sully ,
- besmirch
1. Χρεώστε ψευδώς ή με κακόβουλη πρόθεση
- Επιτεθείτε στο καλό όνομα και τη φήμη κάποιου
- "Οι δημοσιογράφοι με αψήφησαν!" "το άρθρο στην εφημερίδα κατέστρεψε τη φήμη μου"
- συνώνυμο:
- αψηφώ ,
- συκοφαντία ,
- ανακατώνω ,
- ασπείρω ,
- δυσφημώ ,
- συκοφαντώ ,
- επίχρισμα ,
- απολυμαντικόσ ,
- βελονιάζω