Translation meaning & definition of the word "slacker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαλαρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slacker
[Χαλαρώνων]/slækər/
noun
1. A person who shirks his work or duty (especially one who tries to evade military service in wartime)
- synonym:
- slacker ,
- shirker
1. Ένα άτομο που αποφεύγει την εργασία ή το καθήκον του (ειδικά κάποιος που προσπαθεί να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία στο πολεμικό)
- συνώνυμο:
- χαλαρώτησ ,
- παρακινητήσ
Examples of using
She's a slacker.
Είναι χαλαρή.
He's a slacker.
Είναι χαλαρός.
He's a slacker.
Είναι χαλαρός.