Translation meaning & definition of the word "slack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χαλάρωση" στην ελληνική γλώσσα
Slack
[Χαλαρός]noun
1. Dust consisting of a mixture of small coal fragments and coal dust and dirt that sifts out when coal is passed over a sieve
- synonym:
- slack
1. Σκόνη που αποτελείται από ένα μείγμα μικρών θραυσμάτων άνθρακα και σκόνης άνθρακα που κοσκινίζεται όταν ο άνθρακας περνά πάνω από κόσκινο
- συνώνυμο:
- χαλαρός
2. A noticeable deterioration in performance or quality
- "The team went into a slump"
- "A gradual slack in output"
- "A drop-off in attendance"
- "A falloff in quality"
- synonym:
- slump ,
- slack ,
- drop-off ,
- falloff ,
- falling off
2. Αισθητή επιδείνωση της απόδοσης ή της ποιότητας
- "Η ομάδα πήγε σε μια πτώση"
- "Μια σταδιακή χαλάρωση στην έξοδο"
- "Μια αποβίβαση παρακολούθησης"
- "Μια πτώση στην ποιότητα"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- χαλαρός ,
- αποβίβαση ,
- πέφτω ,
- πέφτοντας
3. A stretch of water without current or movement
- "Suddenly they were in a slack and the water was motionless"
- synonym:
- slack ,
- slack water
3. Ένα τέντωμα νερού χωρίς ρεύμα ή κίνηση
- "Απότομα βρίσκονταν σε χαλάρωση και το νερό ήταν ακίνητο"
- συνώνυμο:
- χαλαρός ,
- χαλαρό νερό
4. A soft wet area of low-lying land that sinks underfoot
- synonym:
- mire ,
- quagmire ,
- quag ,
- morass ,
- slack
4. Μια μαλακή υγρή περιοχή χαμηλού υψομέτρου γης που βυθίζεται κάτω από τα πόδια
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- τεμπέλησ ,
- τετράγωνο ,
- παραφουσκωμένοσ ,
- χαλαρός
5. The quality of being loose (not taut)
- "He hadn't counted on the slackness of the rope"
- synonym:
- slack ,
- slackness
5. Η ποιότητα του να είσαι χαλαρός (όχι ταυτ)
- "Δεν είχε μετρήσει στην αδράνεια του σχοινιού"
- συνώνυμο:
- χαλαρός ,
- αδράνεια
6. A cord or rope or cable that is hanging loosely
- "He took up the slack"
- synonym:
- slack
6. Ένα καλώδιο ή σχοινί ή καλώδιο που κρέμεται χαλαρά
- "Πήρε την χαλαρότητα"
- συνώνυμο:
- χαλαρός
verb
1. Avoid responsibilities and work, be idle
- synonym:
- slack
1. Αποφύγετε τις ευθύνες και την εργασία, να είστε αδρανείς
- συνώνυμο:
- χαλαρός
2. Be inattentive to, or neglect
- "He slacks his attention"
- synonym:
- slack
2. Να είστε απρόσεκτοι ή να παραμελείτε
- "Αυτός τραβάει την προσοχή του"
- συνώνυμο:
- χαλαρός
3. Release tension on
- "Slack the rope"
- synonym:
- slack
3. Απελευθερώστε την ένταση
- "Χαλαρώστε το σχοινί"
- συνώνυμο:
- χαλαρός
4. Make less active or fast
- "He slackened his pace as he got tired"
- "Don't relax your efforts now"
- synonym:
- slack ,
- slacken ,
- slack up ,
- relax
4. Κάντε λιγότερο ενεργό ή γρήγορο
- "Χαλάρωσε το ρυθμό του καθώς κουράστηκε"
- "Μην χαλαρώνετε τις προσπάθειές σας τώρα"
- συνώνυμο:
- χαλαρός ,
- χαλαρώνω ,
- χαλαρώστε
5. Become slow or slower
- "Production slowed"
- synonym:
- slow ,
- slow down ,
- slow up ,
- slack ,
- slacken
5. Γίνετε αργοί ή πιο αργοί
- "Η παραγωγή επιβραδύνθηκε"
- συνώνυμο:
- αργός ,
- επιβραδύνω ,
- χαλαρός ,
- χαλαρώνω
6. Make less active or intense
- synonym:
- slake ,
- abate ,
- slack
6. Κάντε λιγότερο ενεργό ή έντονο
- συνώνυμο:
- λάσπη ,
- υποχωρώ ,
- χαλαρός
7. Become less in amount or intensity
- "The storm abated"
- "The rain let up after a few hours"
- synonym:
- abate ,
- let up ,
- slack off ,
- slack ,
- die away
7. Γίνετε λιγότερο σε ποσότητα ή ένταση
- "Η καταιγίδα υποχώρησε"
- "Η βροχή ανατράπηκε μετά από λίγες ώρες"
- συνώνυμο:
- υποχωρώ ,
- αφήνω ,
- αποσυνδέω ,
- χαλαρός ,
- πεθαίνω
8. Cause to heat and crumble by treatment with water
- "Slack lime"
- synonym:
- slack ,
- slake
8. Αιτία θερμότητας και θρυμματισμού από την επεξεργασία με το νερό
- "Μαύρο ασβέστη"
- συνώνυμο:
- χαλαρός ,
- λάσπη
adjective
1. Not tense or taut
- "The old man's skin hung loose and grey"
- "Slack and wrinkled skin"
- "Slack sails"
- "A slack rope"
- synonym:
- loose ,
- slack
1. Όχι τεταμένος ή τεντωμένος
- "Το δέρμα του γέρου κρεμάστηκε χαλαρό και γκρι"
- "Χαλαρό και ρυτιδωμένο δέρμα"
- "Χαλαρά πανιά"
- "Ένα χαλαρό σχοινί"
- συνώνυμο:
- χαλαρός
2. Flowing with little speed as e.g. at the turning of the tide
- "Slack water"
- synonym:
- slack
2. Ρέει με λίγη ταχύτητα όπως π.χ. στη στροφή της παλίρροιας
- "Μαύρο νερό"
- συνώνυμο:
- χαλαρός
3. Lacking in rigor or strictness
- "Such lax and slipshod ways are no longer acceptable"
- "Lax in attending classes"
- "Slack in maintaining discipline"
- synonym:
- lax ,
- slack
3. Λείπει η αυστηρότητα ή η αυστηρότητα
- "Αυτοί οι χαλαροί και χαλαροί τρόποι δεν είναι πλέον αποδεκτοί"
- "Καθαρίστε στην παρακολούθηση μαθημάτων"
- "Έλλειψη στη διατήρηση της πειθαρχίας"
- συνώνυμο:
- χαλαρώνω ,
- χαλαρός