Translation meaning & definition of the word "slab" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σαλάτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Slab
[Πλάκα]/slæb/
noun
1. Block consisting of a thick piece of something
- synonym:
- slab
1. Μπλοκ που αποτελείται από ένα παχύ κομμάτι από κάτι
- συνώνυμο:
- πλάκα