Translation meaning & definition of the word "skyscraper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκαστήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skyscraper
[Ουρανοξύστησ]/skaɪskrepər/
noun
1. A very tall building with many stories
- synonym:
- skyscraper
1. Ένα πολύ ψηλό κτίριο με πολλές ιστορίες
- συνώνυμο:
- ουρανοξύστης
Examples of using
The skyscraper is in the downtown.
Ο ουρανοξύστης βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
The skyscraper is in the center of the city.
Ο ουρανοξύστης βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
Burj Khalifa is currently the tallest skyscraper in the world.
Ο Μπουρτζ Χαλίφα είναι σήμερα ο ψηλότερος ουρανοξύστης στον κόσμο.