Translation meaning & definition of the word "skylight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκυλοφως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skylight
[Σκελετός]/skaɪlaɪt/
noun
1. A window in a roof to admit daylight
- synonym:
- skylight ,
- fanlight
1. Ένα παράθυρο σε μια στέγη για να παραδεχτεί το φως της ημέρας
- συνώνυμο:
- φεγγίτησ ,
- φωτιστικό