Translation meaning & definition of the word "skittish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γατικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skittish
[Σκετταρισμένοσ]/skɪtɪʃ/
adjective
1. Unpredictably excitable (especially of horses)
- synonym:
- skittish ,
- flighty ,
- spooky ,
- nervous
1. Απρόβλεπτα ευερέθιστο (ειδικά των αλόγων)
- συνώνυμο:
- απατηλόσ ,
- αεροσυνοδός ,
- τρομακτικός ,
- νευρικός