Translation meaning & definition of the word "skirt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φούστα" στην ελληνική γλώσσα
Skirt
[Φούστα]noun
1. Cloth covering that forms the part of a garment below the waist
- synonym:
- skirt
1. Κάλυψη υφασμάτων που αποτελεί το μέρος ενός ενδύματος κάτω από τη μέση
- συνώνυμο:
- φούστα
2. A garment hanging from the waist
- Worn mainly by girls and women
- synonym:
- skirt
2. Ένα ρούχο που κρέμεται από τη μέση
- Φοριέται κυρίως από κορίτσια και γυναίκες
- συνώνυμο:
- φούστα
3. (fungi) a remnant of the partial veil that in mature mushrooms surrounds the stem like a collar
- synonym:
- annulus ,
- skirt
3. (φουντσι) ένα υπόλοιπο του μερικού πέπλου που σε ώριμα μανιτάρια περιβάλλει το στέλεχος σαν κολάρο
- συνώνυμο:
- δακτύλιος ,
- φούστα
4. Informal terms for a (young) woman
- synonym:
- dame ,
- doll ,
- wench ,
- skirt ,
- chick ,
- bird
4. Ανεπίσημοι όροι για μια γυναίκα (-)
- συνώνυμο:
- νταμ ,
- κούκλα ,
- γουένχα ,
- φούστα ,
- κοτοπουλάκι ,
- πουλί
verb
1. Avoid or try to avoid fulfilling, answering, or performing (duties, questions, or issues)
- "He dodged the issue"
- "She skirted the problem"
- "They tend to evade their responsibilities"
- "He evaded the questions skillfully"
- synonym:
- hedge ,
- fudge ,
- evade ,
- put off ,
- circumvent ,
- parry ,
- elude ,
- skirt ,
- dodge ,
- duck ,
- sidestep
1. Αποφύγετε ή προσπαθήστε να αποφύγετε την εκπλήρωση, την απάντηση ή την εκτέλεση (καθηγητών, ερωτήσεων ή θεμάτων)
- "Απέφυγε το θέμα"
- "Απέφυγε το πρόβλημα"
- "Τείνουν να αποφεύγουν τις ευθύνες τους"
- "Απέφυγε τις ερωτήσεις επιδέξια"
- συνώνυμο:
- αντιστάθμιση ,
- φουντίγκα ,
- αποφεύγω ,
- απογειώνομαι ,
- παράκαμψη ,
- παραπλεύρωση ,
- διαφεύγω ,
- φούστα ,
- πάπια ,
- παρακάτω
2. Pass around or about
- Move along the border
- "The boat skirted the coast"
- synonym:
- skirt
2. Περνάει γύρω ή γύρω
- Μετακινηθείτε κατά μήκος των συνόρων
- "Το σκάφος περιπλανήθηκε στην ακτή"
- συνώνυμο:
- φούστα
3. Form the edge of
- synonym:
- skirt
3. Σχηματίζω την άκρη του
- συνώνυμο:
- φούστα
4. Extend on all sides of simultaneously
- Encircle
- "The forest surrounds my property"
- synonym:
- surround ,
- environ ,
- ring ,
- skirt ,
- border
4. Επεκτείνεται σε όλες τις πλευρές ταυτόχρονα
- Περικυκλώ
- "Το δάσος περιβάλλει την ιδιοκτησία μου"
- συνώνυμο:
- περιβάλλω ,
- δαχτυλίδι ,
- φούστα ,
- σύνορα