Translation meaning & definition of the word "skip" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skip
[Παράλειψη]/skɪp/
noun
1. A gait in which steps and hops alternate
- synonym:
- skip
1. Ένα βάδισμα στο οποίο τα βήματα και ο λυκίσκος εναλλάσσονται
- συνώνυμο:
- παραλείπω
2. A mistake resulting from neglect
- synonym:
- omission ,
- skip
2. Ένα λάθος που προκύπτει από την παραμέληση
- συνώνυμο:
- παράλειψη ,
- παραλείπω
verb
1. Bypass
- "He skipped a row in the text and so the sentence was incomprehensible"
- synonym:
- jump ,
- pass over ,
- skip ,
- skip over
1. Παράκαμψη
- "Παράλειψε μια σειρά στο κείμενο και έτσι η πρόταση ήταν ακατανόητη"
- συνώνυμο:
- άλμα ,
- περνώ ,
- παραλείπω
2. Intentionally fail to attend
- "Cut class"
- synonym:
- cut ,
- skip
2. Σκόπιμα αποτυγχάνουν να παρευρεθούν
- "Κομμένη τάξη"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- παραλείπω
3. Jump lightly
- synonym:
- hop ,
- skip ,
- hop-skip
3. Πηδήξτε ελαφρά
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ ,
- παραλείπω ,
- πατίνι
4. Leave suddenly
- "She persuaded him to decamp"
- "Skip town"
- synonym:
- decamp ,
- skip ,
- vamoose
4. Φύγε ξαφνικά
- "Τον έπεισε να καταστρέψει"
- "Πατρίδα πόλη"
- συνώνυμο:
- ντεκαμπίνα ,
- παραλείπω ,
- βαμουά
5. Bound off one point after another
- synonym:
- skip ,
- bound off
5. Αποσυνδεδεμένος από το ένα σημείο μετά το άλλο
- συνώνυμο:
- παραλείπω ,
- αποσυνδέεται
6. Cause to skip over a surface
- "Skip a stone across the pond"
- synonym:
- skim ,
- skip ,
- skitter
6. Αιτία να παραλείψετε πάνω από μια επιφάνεια
- "Βάλτε μια πέτρα στη λίμνη"
- συνώνυμο:
- τσιμπώ ,
- παραλείπω ,
- πατίνι
Examples of using
A survey shows that many businessmen skip lunch.
Μια έρευνα δείχνει ότι πολλοί επιχειρηματίες παραλείπουν το μεσημεριανό γεύμα.
If you skip my class, I will kill you.
Αν παραλείψεις την τάξη μου, θα σε σκοτώσω.
They skip school all the time.
Παραλείπουν το σχολείο όλη την ώρα.