Translation meaning & definition of the word "skinny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δέρμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skinny
[Κοκαλιάρησ]/skɪni/
noun
1. Confidential information about a topic or person
- "He wanted the inside skinny on the new partner"
- synonym:
- skinny
1. Εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με ένα θέμα ή ένα άτομο
- "Θέλησε το εσωτερικό κοκαλιάρικο στο νέο σύντροφο"
- συνώνυμο:
- κοκαλιάρησ
adjective
1. Being very thin
- "A child with skinny freckled legs"
- "A long scrawny neck"
- synonym:
- scraggy ,
- boney ,
- scrawny ,
- skinny ,
- underweight ,
- weedy
1. Είναι πολύ λεπτός
- "Ένα παιδί με κοκαλιάρικα φακίδες πόδια"
- "Μακρύς λαιμός"
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- μπούνεϊ ,
- αποτυχημένοσ ,
- κοκαλιάρησ ,
- λιποβαρή ,
- ζιζανιοκτόνο
2. Of or relating to or resembling skin
- synonym:
- skinny
2. Από ή σχετίζονται με ή μοιάζουν με δέρμα
- συνώνυμο:
- κοκαλιάρησ
3. Fitting snugly
- "A tightly-fitting cover"
- "Tight-fitting clothes"
- synonym:
- tight-fitting ,
- tightfitting ,
- tight fitting ,
- tightly fitting ,
- skinny
3. Τοποθετώντας άνετα
- "Σφιχτά τοποθετημένο κάλυμμα"
- "Στενά ρούχα"
- συνώνυμο:
- σφιχτή τοποθέτηση ,
- σφιχτόσ ,
- στενά τοποθετημένο ,
- κοκαλιάρησ
4. Giving or spending with reluctance
- "Our cheeseparing administration"
- "Very close (or near) with his money"
- "A penny-pinching miserly old man"
- synonym:
- cheeseparing ,
- close ,
- near ,
- penny-pinching ,
- skinny
4. Δίνοντας ή ξοδεύοντας με απροθυμία
- "Η τυροκομική μας διοίκηση"
- "Πολύ κοντά ( κοντά) με τα χρήματά του"
- "Μια δεκάρα που τραβάει άσχημα γέρος"
- συνώνυμο:
- τσιτσιρίζω ,
- κοντά ,
- πεντάδα ,
- κοκαλιάρησ
Examples of using
You're so skinny.
Είσαι τόσο αδύνατος.
You're too skinny! You need to eat more.
Είσαι πολύ αδύνατος! Πρέπει να τρώτε περισσότερο.
He's skinny.
Είναι κοκαλιάρης.