Translation meaning & definition of the word "skimpy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαίσιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skimpy
[Αποβλακωμένοσ]/skɪmpi/
adjective
1. Containing little excess
- "A lean budget"
- "A skimpy allowance"
- synonym:
- lean ,
- skimpy
1. Περιέχει λίγη υπερβολή
- "Ένας αδύνατος προϋπολογισμός"
- "Ένα απερίσκεπτο επίδομα"
- συνώνυμο:
- άνετοσ ,
- απαίσιοσ