Translation meaning & definition of the word "skimmed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απεικονίζεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skimmed
[Αποκορυφωμένο]/skɪmd/
adjective
1. Used of milk and milk products from which the cream has been removed
- "Yogurt made with skim milk"
- "She can drink skimmed milk but should avoid butter"
- synonym:
- skim ,
- skimmed
1. Χρησιμοποιείται γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα από τα οποία έχει αφαιρεθεί η κρέμα
- "Γιαούρτι φτιαγμένο με αποβουτυρωμένο γάλα"
- "Μπορεί να πιει αποβουτυρωμένο γάλα, αλλά πρέπει να αποφύγει το βούτυρο"
- συνώνυμο:
- τσιμπώ ,
- αποβουτυρωμένο