Translation meaning & definition of the word "skillful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιδέξια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skillful
[Επιδέξιος]/skɪlfəl/
adjective
1. Having or showing knowledge and skill and aptitude
- "Adept in handicrafts"
- "An adept juggler"
- "An expert job"
- "A good mechanic"
- "A practiced marksman"
- "A proficient engineer"
- "A lesser-known but no less skillful composer"
- "The effect was achieved by skillful retouching"
- synonym:
- adept ,
- expert ,
- good ,
- practiced ,
- proficient ,
- skillful ,
- skilful
1. Έχοντας ή δείχνοντας γνώση και ικανότητα και ικανότητα
- "Πρόσληψη σε χειροτεχνήματα"
- "Ένας έμπειρος ζογκλέρ"
- "Εξειδικευμένη εργασία"
- "Ένας καλός μηχανικός"
- "Ένας εξασκημένος σκοπευτής"
- "Ένας ικανός μηχανικός"
- "Ένας λιγότερο γνωστός αλλά όχι λιγότερο επιδέξιος συνθέτης"
- "Το αποτέλεσμα επιτεύχθηκε με επιδέξια ρετουσάρισμα"
- συνώνυμο:
- προσεκτικόσ ,
- εμπειρογνώμονας ,
- καλός ,
- ασκείται ,
- ικανός ,
- επιδέξιος ,
- επιδέξιοσ
2. Done with delicacy and skill
- "A nice bit of craft"
- "A job requiring nice measurements with a micrometer"
- "A nice shot"
- synonym:
- nice ,
- skillful
2. Γίνεται με λιχουδιά και δεξιότητα
- "Ωραίο κομμάτι της τέχνης"
- "Μια εργασία που απαιτεί ωραίες μετρήσεις με ένα μικρόμετρο"
- "Ένα ωραίο σουτ"
- συνώνυμο:
- ωραίος ,
- επιδέξιος
Examples of using
Either skillful or lazy. But not both.
Είτε επιδέξιος είτε τεμπέλης. Όχι και τα δύο.