Translation meaning & definition of the word "skilled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειδίκευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skilled
[Ειδικευμένος]/skɪld/
adjective
1. Having or showing or requiring special skill
- "Only the most skilled gymnasts make an olympic team"
- "A skilled surgeon has many years of training and experience"
- "A skilled reconstruction of her damaged elbow"
- "A skilled trade"
- synonym:
- skilled
1. Έχοντας ή εμφανίζοντας ή απαιτώντας ειδική ικανότητα
- "Μόνο οι πιο εξειδικευμένοι γυμναστές κάνουν μια ολυμπιακή ομάδα"
- "Ένας ειδικευμένος χειρουργός έχει πολλά χρόνια εκπαίδευσης και εμπειρίας"
- "Μια εξειδικευμένη ανακατασκευή του κατεστραμμένου αγκώνα της"
- "Εξειδικευμένο εμπόριο"
- συνώνυμο:
- ειδικευμένος
Examples of using
Tom is very skilled at manual labor.
Ο Τομ είναι πολύ εξειδικευμένος στη χειρωνακτική εργασία.
Tom is very skilled in manual labor.
Ο Τομ είναι πολύ εξειδικευμένος στη χειρωνακτική εργασία.
He has skilled hands.
Έχει εξειδικευμένα χέρια.