Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "skill" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεξιότητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Skill

[Επιδεξιότητα]
/skɪl/

noun

1. An ability that has been acquired by training

    synonym:
  • skill
  • ,
  • accomplishment
  • ,
  • acquirement
  • ,
  • acquisition
  • ,
  • attainment

1. Μια ικανότητα που έχει αποκτηθεί με την εκπαίδευση

    συνώνυμο:
  • ικανότητα
  • ,
  • επίτευξη
  • ,
  • απόκτηση

2. Ability to produce solutions in some problem domain

  • "The skill of a well-trained boxer"
  • "The sweet science of pugilism"
    synonym:
  • skill
  • ,
  • science

2. Δυνατότητα παραγωγής λύσεων σε κάποιο πρόβλημα

  • "Η ικανότητα ενός καλά εκπαιδευμένου μπόξερ"
  • "Η γλυκιά επιστήμη του πυγιειλισμού"
    συνώνυμο:
  • ικανότητα
  • ,
  • επιστήμη

Examples of using

Tom had the skill set required to successfully do the job.
Ο Τομ είχε την ικανότητα που απαιτούνταν για να κάνει με επιτυχία τη δουλειά.
Can he swim? Sure! Tom was the best swimmer of our class, and knowing him I don't think he lost a bit of his skill.
Μπορεί να κολυμπήσει? Σίγουρα! Ο Τομ ήταν ο καλύτερος κολυμβητής της τάξης μας και γνωρίζοντάς τον δεν νομίζω ότι έχασε λίγο από τις ικανότητές του.
How can I improve my English skill?
Πώς μπορώ να βελτιώσω τις αγγλικές μου ικανότητες?