Translation meaning & definition of the word "skiff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεξιό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skiff
[Σκίφ]/skɪf/
noun
1. Any of various small boats propelled by oars or by sails or by a motor
- synonym:
- skiff
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα μικρά σκάφη που προωθούνται από κουπιά ή από πανιά ή από έναν κινητήρα
- συνώνυμο:
- παραπονετικόσ