Translation meaning & definition of the word "sketchy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκέτσι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sketchy
[Σκίτσα]/skɛʧi/
adjective
1. Giving only major points
- Lacking completeness
- "A sketchy account"
- "Details of the plan remain sketchy"
- synonym:
- sketchy ,
- unelaborated
1. Δίνοντας μόνο σημαντικά σημεία
- Έλλειψη πληρότητας
- "Ένας αποσπασματικός λογαριασμός"
- "Οι λεπτομέρειες του σχεδίου παραμένουν σκιαγραφημένες"
- συνώνυμο:
- σκιαγραφικόσ ,
- ανεπεξεργασία