Translation meaning & definition of the word "skepticism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκεπτικισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skepticism
[Σκεπτικισμός]/skɛptɪsɪzəm/
noun
1. Doubt about the truth of something
- synonym:
- incredulity ,
- disbelief ,
- skepticism ,
- mental rejection
1. Αμφιβολία για την αλήθεια κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- δυσπιστία ,
- σκεπτικισμός ,
- ψυχική απόρριψη
2. The disbelief in any claims of ultimate knowledge
- synonym:
- agnosticism ,
- skepticism ,
- scepticism
2. Η δυσπιστία σε οποιουσδήποτε ισχυρισμούς της απόλυτης γνώσης
- συνώνυμο:
- αγνωστικισμός ,
- σκεπτικισμός