Translation meaning & definition of the word "skeletal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκελετικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Skeletal
[Σκελετός]/skɛlətəl/
adjective
1. Of or relating to or forming or attached to a skeleton
- "The skeletal system"
- "Skeletal bones"
- "Skeletal muscles"
- synonym:
- skeletal
1. Από ή σχετίζονται με ή σχηματίζουν ή συνδέονται με έναν σκελετό
- "Σκελετικό σύστημα"
- "Σκελετικά οστά"
- "Σκελετικοί μύες"
- συνώνυμο:
- σκελετός
2. Very thin especially from disease or hunger or cold
- "Emaciated bony hands"
- "A nightmare population of gaunt men and skeletal boys"
- "Eyes were haggard and cavernous"
- "Small pinched faces"
- "Kept life in his wasted frame only by grim concentration"
- synonym:
- bony ,
- cadaverous ,
- emaciated ,
- gaunt ,
- haggard ,
- pinched ,
- skeletal ,
- wasted
2. Πολύ λεπτό ειδικά από ασθένεια ή πείνα ή κρύο
- "Εκπληκτικά οστεώδη χέρια"
- "Ένας εφιαλτικός πληθυσμός ανδρών γάντι και σκελετικών αγοριών"
- "Τα μάτια ήταν προστατευτικά και σπηλαιώδη"
- "Μικρά τσιμπημένα πρόσωπα"
- "Διατήρησε τη ζωή στο χαμένο πλαίσιό του μόνο με ζοφερή συγκέντρωση"
- συνώνυμο:
- μπόνι ,
- πτωματώδησ ,
- αδυνατίζω ,
- γάντι ,
- παραπαίουν ,
- τσιμπημένο ,
- σκελετός ,
- σπατάλη