Translation meaning & definition of the word "sizing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγέθους" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sizing
[Μεγέθυνση]/saɪzɪŋ/
noun
1. Any glutinous material used to fill pores in surfaces or to stiffen fabrics
- "Size gives body to a fabric"
- synonym:
- size ,
- sizing
1. Οποιοδήποτε γλουτινώδες υλικό χρησιμοποιείται για την πλήρωση των πόρων σε επιφάνειες ή για την σκλήρυνση των υφασμάτων
- "Το μέγεθος δίνει το σώμα σε ένα ύφασμα"
- συνώνυμο:
- μέγεθος