Translation meaning & definition of the word "sizable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγάλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sizable
[Μεγάλοσ]/saɪzəbəl/
adjective
1. Fairly large
- "A sizable fortune"
- "An ample waistline"
- "Of ample proportions"
- synonym:
- ample ,
- sizable ,
- sizeable
1. Αρκετά μεγάλο
- "Μια αρκετά μεγάλη τύχη"
- "Μια άφθονη μέση"
- "Με άφθονες αναλογίες"
- συνώνυμο:
- άφθονος ,
- αρκετά μεγάλη ,
- μεγάλο
2. Large in amount or extent or degree
- "It cost a considerable amount"
- "A goodly amount"
- "Received a hefty bonus"
- "A respectable sum"
- "A tidy sum of money"
- "A sizable fortune"
- synonym:
- goodly ,
- goodish ,
- healthy ,
- hefty ,
- respectable ,
- sizable ,
- sizeable ,
- tidy
2. Μεγάλος στο ποσό ή την έκταση ή το βαθμό
- "Στοίχισε ένα σημαντικό ποσό"
- "Καλό ποσό"
- "Λάβαμε ένα μεγάλο μπόνους"
- "Αξιοσέβαστο ποσό"
- "Ένα τακτοποιημένο χρηματικό ποσό"
- "Μια αρκετά μεγάλη τύχη"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- καλό ,
- υγιής ,
- βαρύς ,
- σεβαστόσ ,
- αρκετά μεγάλη ,
- μεγάλο ,
- τακτοποιημένος