Translation meaning & definition of the word "situated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοποθετημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Situated
[Τοποθετημένο]/sɪʧuetɪd/
adjective
1. Situated in a particular spot or position
- "Valuable centrally located urban land"
- "Strategically placed artillery"
- "A house set on a hilltop"
- "Nicely situated on a quiet riverbank"
- synonym:
- located ,
- placed ,
- set ,
- situated
1. Βρίσκεται σε συγκεκριμένο σημείο ή θέση
- "Πολύτιμη κεντρική τοποθεσία αστικής γης"
- "Στρατηγικά τοποθετημένο πυροβολικό"
- "Ένα σπίτι στην κορυφή ενός λόφου"
- "Σε ήσυχη τοποθεσία σε μια ήσυχη όχθη του ποταμού"
- συνώνυμο:
- βρίσκεται ,
- τοποθετημένος ,
- σετ
Examples of using
Hungary is a state situated in Central Europe.
Η Ουγγαρία είναι ένα κράτος που βρίσκεται στην κεντρική Ευρώπη.
Where is his clinic situated?
Πού βρίσκεται η κλινική του?
My house is situated near the station.
Το σπίτι μου βρίσκεται κοντά στο σταθμό.