Translation meaning & definition of the word "sitter" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "από την απόφαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sitter
[Καταστροφέασ]/sɪtər/
noun
1. Dutch astronomer who calculated the size of the universe and suggested that it is expanding (1872-1934)
- synonym:
- Sitter ,
- Willem de Sitter
1. Ολλανδός αστρονόμος που υπολόγισε το μέγεθος του σύμπαντος και πρότεινε ότι επεκτείνεται (1872-1934)
- συνώνυμο:
- Καταστροφέασ ,
- Γουίλεμ ντε Σίτερ
2. An organism (person or animal) that sits
- synonym:
- sitter
2. Ένας οργανισμός (άτομο ή ζώο) που κάθεται
- συνώνυμο:
- καθιστών
3. A person engaged to care for children when the parents are not home
- synonym:
- babysitter ,
- baby-sitter ,
- sitter
3. Ένα άτομο που ασχολείται με τη φροντίδα των παιδιών όταν οι γονείς δεν είναι στο σπίτι
- συνώνυμο:
- μπέιμπι σίτερ ,
- παιδί-αποφασιστικό ,
- καθιστών
4. A person who poses for a painter or sculptor
- synonym:
- artist's model ,
- sitter
4. Ένα άτομο που ποζάρει για έναν ζωγράφο ή γλύπτη
- συνώνυμο:
- το μοντέλο του καλλιτέχνη ,
- καθιστών
5. A domestic hen ready to brood
- synonym:
- brood hen ,
- broody ,
- broody hen ,
- setting hen ,
- sitter
5. Μια κατοικίδια κότα έτοιμη να αναθρέψει
- συνώνυμο:
- παλαβός ,
- παραμορφώνω ,
- κότα ,
- περιποίηση ,
- καθιστών