Translation meaning & definition of the word "sissy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σίσσυ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sissy
[Σίσσυ]/sɪsi/
noun
1. A timid man or boy considered childish or unassertive
- synonym:
- sissy ,
- pantywaist ,
- pansy ,
- milksop ,
- Milquetoast
1. Ένας δειλός άνδρας ή ένα αγόρι θεωρείται παιδαριώδης ή ανεπιτήδευτος
- συνώνυμο:
- σίσσυ ,
- παντουαϊστήσ ,
- πανσέσ ,
- μιλκσέικ ,
- Μιλκετοαστείο
adjective
1. Having unsuitable feminine qualities
- synonym:
- effeminate ,
- emasculate ,
- epicene ,
- cissy ,
- sissified ,
- sissyish ,
- sissy
1. Έχοντας ακατάλληλες γυναικείες ιδιότητες
- συνώνυμο:
- αποβάλλω ,
- ευνουχίζω ,
- επικένιο ,
- σίσσυ ,
- αποποιηθεί ,
- σισσώδησ