Translation meaning & definition of the word "siren" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σειρήνα" στην ελληνική γλώσσα
Siren
[Σειρήνα]noun
1. A sea nymph (part woman and part bird) supposed to lure sailors to destruction on the rocks where the nymphs lived
- "Odysseus ordered his crew to plug their ears so they would not hear the siren's fatal song"
- synonym:
- Siren
1. Μια θαλάσσια νύμφη (πουλί και μέρος του πουλιού) υποτίθεται ότι παρασύρουν τους ναυτικούς στα βράχια όπου ζούσαν οι νύμφες
- "Ο οδυσσέας διέταξε το πλήρωμά του να συνδέσει τα αυτιά του, ώστε να μην ακούσουν το μοιραίο τραγούδι της σειρήνας"
- συνώνυμο:
- Σειρήνα
2. A woman who is considered to be dangerously seductive
- synonym:
- enchantress ,
- temptress ,
- siren ,
- Delilah ,
- femme fatale
2. Μια γυναίκα που θεωρείται επικίνδυνα σαγηνευτική
- συνώνυμο:
- γοητεία ,
- δελεαστική ,
- σειρήνα ,
- Δελχίλα ,
- γυναίκα του παγκρέατος
3. A warning signal that is a loud wailing sound
- synonym:
- siren
3. Ένα προειδοποιητικό σήμα που είναι ένας δυνατός ήχος
- συνώνυμο:
- σειρήνα
4. An acoustic device producing a loud often wailing sound as a signal or warning
- synonym:
- siren
4. Μια ακουστική συσκευή που παράγει ένα δυνατό ήχο που συχνά φτερουγίζει ως σήμα ή προειδοποίηση
- συνώνυμο:
- σειρήνα
5. Eellike aquatic north american salamander with small forelimbs and no hind limbs
- Have permanent external gills
- synonym:
- siren
5. Ελληνικά υδρόβια σαλαμάνδρα της βόρειας αμερικής με μικρά εμπρόσθια άκρα και χωρίς οπίσθια άκρα
- Έχετε μόνιμα εξωτερικά βράγχια
- συνώνυμο:
- σειρήνα