Translation meaning & definition of the word "sire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκλεισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sire
[Συναγωνιστική]/saɪər/
noun
1. A title of address formerly used for a man of rank and authority
- synonym:
- sire
1. Ένας τίτλος της διεύθυνσης που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για έναν άνθρωπο της κατάταξης και της εξουσίας
- συνώνυμο:
- ενοικίαση
2. The founder of a family
- "Keep the faith of our forefathers"
- synonym:
- forefather ,
- father ,
- sire
2. Ο ιδρυτής μιας οικογένειας
- "Κρατήστε την πίστη των προγόνων μας"
- συνώνυμο:
- πρόγονοσ ,
- πατέρας ,
- ενοικίαση
3. Male parent of an animal especially a domestic animal such as a horse
- synonym:
- sire
3. Αρσενικός γονέας ενός ζώου ειδικά ένα κατοικίδιο ζώο όπως ένα άλογο
- συνώνυμο:
- ενοικίαση
verb
1. Make children
- "Abraham begot isaac"
- "Men often father children but don't recognize them"
- synonym:
- beget ,
- get ,
- engender ,
- father ,
- mother ,
- sire ,
- generate ,
- bring forth
1. Κάνω παιδιά
- "Ο αβραάμ γέννησε τον ισαάκ"
- "Οι άνδρες συχνά πατέρα παιδιά, αλλά δεν τα αναγνωρίζουν"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- παίρνω ,
- προκαλώ ,
- πατέρας ,
- μητέρα ,
- ενοικίαση ,
- παράγω ,
- παραδίδω