Translation meaning & definition of the word "sip" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπίτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sip
[Κουνάω]/sɪp/
noun
1. A small drink
- synonym:
- sip
1. Ένα μικρό ποτό
- συνώνυμο:
- γουλιά
verb
1. Drink in sips
- "She was sipping her tea"
- synonym:
- sip
1. Πιείτε το με γουλιές
- "Έπινε το τσάι της"
- συνώνυμο:
- γουλιά
Examples of using
Tom took a sip of lemonade.
Ο Τομ πήρε μια γουλιά λεμονάδα.
Tom took a sip of his milk.
Ο Τομ πήρε μια γουλιά από το γάλα του.
Tom took a sip of his drink and put the glass back on the table.
Ο Τομ πήρε μια γουλιά από το ποτό του και έβαλε το ποτήρι πίσω στο τραπέζι.