Translation meaning & definition of the word "sinus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σίνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sinus
[Σίνος]/saɪnəs/
noun
1. An abnormal passage leading from a suppurating cavity to the body surface
- synonym:
- fistula ,
- sinus
1. Ένα ανώμαλο πέρασμα που οδηγεί από μια κοιλότητα που εξευγενίζει στην επιφάνεια του σώματος
- συνώνυμο:
- συρίγγιο ,
- κόλποσ
2. Any of various air-filled cavities especially in the bones of the skull
- synonym:
- sinus
2. Οποιαδήποτε από τις διάφορες κοιλότητες γεμάτες με αέρα, ειδικά στα οστά του κρανίου
- συνώνυμο:
- κόλποσ
3. A wide channel containing blood
- Does not have the coating of an ordinary blood vessel
- synonym:
- venous sinus ,
- sinus
3. Ένα ευρύ κανάλι που περιέχει αίμα
- Δεν έχει την επικάλυψη ενός συνηθισμένου αιμοφόρου αγγείου
- συνώνυμο:
- φλεβικός κόλπος ,
- κόλποσ