Translation meaning & definition of the word "sink" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βυθός" στην ελληνική γλώσσα
Sink
[Βυθίζω]noun
1. Plumbing fixture consisting of a water basin fixed to a wall or floor and having a drainpipe
- synonym:
- sink
1. Υδραυλικό εξάρτημα που αποτελείται από λεκάνη νερού στερεωμένη σε τοίχο ή δάπεδο και με σωλήνα αποχέτευσης
- συνώνυμο:
- νεροχύτης
2. (technology) a process that acts to absorb or remove energy or a substance from a system
- "The ocean is a sink for carbon dioxide"
- synonym:
- sink
2. (τεχνολογία) μια διαδικασία που δρα για να απορροφήσει ή να αφαιρέσει ενέργεια ή μια ουσία από ένα σύστημα
- "Ο ωκεανός είναι ένας νεροχύτης για το διοξείδιο του άνθρακα"
- συνώνυμο:
- νεροχύτης
3. A depression in the ground communicating with a subterranean passage (especially in limestone) and formed by solution or by collapse of a cavern roof
- synonym:
- sinkhole ,
- sink ,
- swallow hole
3. Μια κατάθλιψη στο έδαφος επικοινωνεί με ένα υπόγειο πέρασμα (ειδικά σε ασβεστολιθικά) και σχηματίζεται από διάλυμα ή κατάρρευση σπηλαίου
- συνώνυμο:
- καταβόθρα ,
- νεροχύτης ,
- καταπίνω
4. A covered cistern
- Waste water and sewage flow into it
- synonym:
- cesspool ,
- cesspit ,
- sink ,
- sump
4. Μια καλυμμένη δεξαμενή
- Ροή λυμάτων και νερού σε αυτό
- συνώνυμο:
- βόθροσ ,
- νεροχύτης ,
- φρεάτιο
verb
1. Fall or descend to a lower place or level
- "He sank to his knees"
- synonym:
- sink ,
- drop ,
- drop down
1. Πτώση ή κατεβείτε σε χαμηλότερο μέρος ή επίπεδο
- "Βυθίστηκε στα γόνατά του"
- συνώνυμο:
- νεροχύτης ,
- πτώση ,
- πέφτω κάτω
2. Cause to sink
- "The japanese sank american ships in pearl harbor"
- synonym:
- sink
2. Αιτία να βυθιστεί
- "Οι ιάπωνες βύθισαν τα αμερικανικά πλοία στο περλ χάρμπορ"
- συνώνυμο:
- νεροχύτης
3. Pass into a specified state or condition
- "He sank into nirvana"
- synonym:
- sink ,
- pass ,
- lapse
3. Περάστε σε μια καθορισμένη κατάσταση ή κατάσταση
- "Βυθίστηκε στη νιρβάνα"
- συνώνυμο:
- νεροχύτης ,
- περνώ ,
- παρέλυση
4. Go under, "the raft sank and its occupants drowned"
- synonym:
- sink ,
- settle ,
- go down ,
- go under
4. Πηγαίνετε κάτω, "η σχεδία βυθίστηκε και οι επιβάτες της πνίγηκαν"
- συνώνυμο:
- νεροχύτης ,
- εγκατασταθώ ,
- κατεβαίνω ,
- πηγαίνω κάτω
5. Descend into or as if into some soft substance or place
- "He sank into bed"
- "She subsided into the chair"
- synonym:
- sink ,
- subside
5. Κατεβείτε μέσα ή σαν σε κάποια μαλακή ουσία ή μέρος
- "Βυθίστηκε στο κρεβάτι"
- "Υποχώρησε στην καρέκλα"
- συνώνυμο:
- νεροχύτης ,
- υποχωρώ
6. Appear to move downward
- "The sun dipped below the horizon"
- "The setting sun sank below the tree line"
- synonym:
- dip ,
- sink
6. Φαίνεται να κινείται προς τα κάτω
- "Ο ήλιος βούτηξε κάτω από τον ορίζοντα"
- "Ο ήλιος βυθίστηκε κάτω από τη γραμμή των δέντρων"
- συνώνυμο:
- βουτιά ,
- νεροχύτης
7. Fall heavily or suddenly
- Decline markedly
- "The real estate market fell off"
- synonym:
- slump ,
- fall off ,
- sink
7. Πέφτουν βαριά ή ξαφνικά
- Μειώνεται σημαντικά
- "Η αγορά ακινήτων έπεσε"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- πέφτω ,
- νεροχύτης
8. Fall or sink heavily
- "He slumped onto the couch"
- "My spirits sank"
- synonym:
- slump ,
- slide down ,
- sink
8. Πέσει ή βυθιστεί βαριά
- "Κατέβηκε στον καναπέ"
- "Τα πνεύματά μου βυθίστηκαν"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- περπατώ ,
- νεροχύτης
9. Embed deeply
- "She sank her fingers into the soft sand"
- "He buried his head in her lap"
- synonym:
- bury ,
- sink
9. Ενσωματώνω βαθιά
- "Βύθισε τα δάχτυλά της στη μαλακή άμμο"
- "Θάψε το κεφάλι του στην αγκαλιά της"
- συνώνυμο:
- θάβω ,
- νεροχύτης