Translation meaning & definition of the word "singularly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοναδικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Singularly
[Μοναδικά]/sɪŋgjələrli/
adverb
1. In a singular manner or to a singular degree
- "Lord t. was considered singularly licentious even for the courts of russia and portugal
- He acquired three wives and fourteen children during his portuguese embassy alone"
- synonym:
- singularly
1. Με μοναδικό τρόπο ή σε μοναδικό βαθμό
- "Ο λόρδος τ. θεωρήθηκε ιδιαίτερα λεπτός ακόμη και για τα δικαστήρια της ρωσίας και της πορτογαλίας
- Απέκτησε τρεις συζύγους και δεκατέσσερα παιδιά μόνο κατά τη διάρκεια της πρεσβείας του στην πορτογαλία"
- συνώνυμο:
- μοναδικά