Translation meaning & definition of the word "singularity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοναδικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Singularity
[Μοναδικότητα]/sɪŋgjəlɛrəti/
noun
1. The quality of being one of a kind
- "That singularity distinguished him from all his companions"
- synonym:
- singularity ,
- uniqueness
1. Η ποιότητα του να είσαι ένας από ένα είδος
- "Αυτή η μοναδικότητα τον διέκρινε από όλους τους συντρόφους του"
- συνώνυμο:
- μοναδικότητα
2. Strangeness by virtue of being remarkable or unusual
- synonym:
- singularity
2. Παραδοξότητα λόγω του ότι είναι αξιοσημείωτη ή ασυνήθιστη
- συνώνυμο:
- μοναδικότητα