Translation meaning & definition of the word "single" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονό" στην ελληνική γλώσσα
Single
[Μονό]noun
1. A base hit on which the batter stops safely at first base
- synonym:
- single ,
- bingle
1. Ένα χτύπημα βάσης στο οποίο το κτύπημα σταματά με ασφάλεια στην πρώτη βάση
- συνώνυμο:
- μοναδικός ,
- παραπονιέμαι
2. The smallest whole number or a numeral representing this number
- "He has the one but will need a two and three to go with it"
- "They had lunch at one"
- synonym:
- one ,
- 1 ,
- I ,
- ace ,
- single ,
- unity
2. Ο μικρότερος ακέραιος αριθμός ή αριθμός που αντιπροσωπεύει αυτόν τον αριθμό
- "Έχει το ένα, αλλά θα χρειαστεί δύο και τρία για να πάει μαζί του"
- "Είχαν γεύμα σε ένα"
- συνώνυμο:
- ένα ,
- 1 ,
- Εγώ ,
- άσος ,
- μοναδικός ,
- ενότητα
verb
1. Hit a single
- "The batter singled to left field"
- synonym:
- single
1. Χτύπησε ένα
- "Το κτύπημα ξεχώρισε στο αριστερό πεδίο"
- συνώνυμο:
- μοναδικός
adjective
1. Being or characteristic of a single thing or person
- "Individual drops of rain"
- "Please mark the individual pages"
- "They went their individual ways"
- synonym:
- individual ,
- single
1. Είναι ή χαρακτηριστικό ενός πράγματος ή ενός ατόμου
- "Ατομικές σταγόνες βροχής"
- "Παρακαλώ σημειώστε τις μεμονωμένες σελίδες"
- "Πήγαν με τους ατομικούς τρόπους τους"
- συνώνυμο:
- ατομικός ,
- μοναδικός
2. Used of flowers having usually only one row or whorl of petals
- "Single chrysanthemums resemble daisies and may have more than one row of petals"
- synonym:
- single
2. Χρησιμοποιείται από λουλούδια που έχουν συνήθως μόνο μία σειρά ή πόρνη από πέταλα
- "Τα ενιαία χρυσάνθεμα μοιάζουν με μαργαρίτες και μπορεί να έχουν περισσότερες από μία σειρές πετάλων"
- συνώνυμο:
- μοναδικός
3. Existing alone or consisting of one entity or part or aspect or individual
- "Upon the hill stood a single tower"
- "Had but a single thought which was to escape"
- "A single survivor"
- "A single serving"
- "A single lens"
- "A single thickness"
- synonym:
- single
3. Υπάρχουσα μόνη ή αποτελείται από μία οντότητα ή μέρος ή πτυχή ή άτομο
- "Πάνω στο λόφο στεκόταν ένας πύργος"
- "Είχα μόνο μια σκέψη που ήταν να ξεφύγω"
- "Ένας επιζών"
- "Μια μόνο μερίδα"
- "Ένας ενιαίος φακός"
- "Ένα ενιαίο πάχος"
- συνώνυμο:
- μοναδικός
4. Not married or related to the unmarried state
- "Unmarried men and women"
- "Unmarried life"
- "Sex and the single girl"
- "Single parenthood"
- "Are you married or single?"
- synonym:
- unmarried ,
- single
4. Δεν είναι παντρεμένος ή σχετίζεται με το άγαμο κράτος
- "Άνδρες και γυναίκες"
- "Ανύπαντρη ζωή"
- "Σεξ και το μοναχοπαίδι"
- "Ενιαία γονεϊκότητα"
- "Είσαι παντρεμένος ή μόνος?"
- συνώνυμο:
- ανύπαντρος ,
- μοναδικός
5. Characteristic of or meant for a single person or thing
- "An individual serving"
- "Single occupancy"
- "A single bed"
- synonym:
- individual ,
- single(a)
5. Χαρακτηριστικό ή προορίζεται για ένα άτομο ή πράγμα
- "Μια ατομική εξυπηρέτηση"
- "Ενιαία πληρότητα"
- "Μονό κρεβάτι"
- συνώνυμο:
- ατομικός ,
- μον()
6. Having uniform application
- "A single legal code for all"
- synonym:
- single(a)
6. Έχοντας ομοιόμορφη εφαρμογή
- "Ένας νομικός κώδικας για όλους"
- συνώνυμο:
- μον()
7. Not divided among or brought to bear on more than one object or objective
- "Judging a contest with a single eye"
- "A single devotion to duty"
- "Undivided affection"
- "Gained their exclusive attention"
- synonym:
- single(a) ,
- undivided ,
- exclusive
7. Δεν διαιρείται μεταξύ ή φέρεται να επιβαρύνει περισσότερα από ένα αντικείμενο ή στόχο
- "Να κρίνεις έναν διαγωνισμό με ένα μόνο μάτι"
- "Μια αφοσίωση στο καθήκον"
- "Αμέριστη αγάπη"
- "Έχει την αποκλειστική προσοχή τους"
- συνώνυμο:
- μον() ,
- αδιαίρετοσ ,
- αποκλειστικός