Translation meaning & definition of the word "singing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραγούδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Singing
[Τραγουδώ]/sɪŋɪŋ/
noun
1. The act of singing vocal music
- synonym:
- singing ,
- vocalizing
1. Η πράξη του τραγουδιού της φωνητικής μουσικής
- συνώνυμο:
- τραγούδι ,
- φωνητικό
2. Disclosing information or giving evidence about another
- synonym:
- tattle ,
- singing ,
- telling
2. Αποκάλυψη πληροφοριών ή απόδειξη για άλλο
- συνώνυμο:
- τατουάζ ,
- τραγούδι ,
- λέγοντασ
adjective
1. Smooth and flowing
- synonym:
- cantabile ,
- singing
1. Ομαλή και ροή
- συνώνυμο:
- κανταβίλια ,
- τραγούδι
Examples of using
"The birds are singing! Isn't it beautiful?" "NO!"
"Τα πουλιά τραγουδούν! Δεν είναι όμορφο?" "ΟΧΙ!"
Tom was awoken by a Mary singing in the next apartment.
Ο Τομ ξύπνησε από μια Μαίρη που τραγουδούσε στο διπλανό διαμέρισμα.
The child received piano and singing lessons.
Το παιδί έλαβε μαθήματα πιάνου και τραγουδιού.