Translation meaning & definition of the word "sin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμαρτία" στην ελληνική γλώσσα
Sin
[Αμαρτία]noun
1. Estrangement from god
- synonym:
- sin ,
- sinfulness ,
- wickedness
1. Αποξένωση από τον θεό
- συνώνυμο:
- αμαρτία ,
- αμαρτωλό ,
- κακία
2. An act that is regarded by theologians as a transgression of god's will
- synonym:
- sin ,
- sinning
2. Μια πράξη που θεωρείται από τους θεολόγους ως παράβαση του θελήματος του θεού
- συνώνυμο:
- αμαρτία ,
- αμαρτωλός
3. Ratio of the length of the side opposite the given angle to the length of the hypotenuse of a right-angled triangle
- synonym:
- sine ,
- sin
3. Αναλογία του μήκους της πλευράς απέναντι από τη δεδομένη γωνία με το μήκος της υποτείνουσας ενός δεξιού τριγώνου
- συνώνυμο:
- ημίτονο ,
- αμαρτία
4. (akkadian) god of the moon
- Counterpart of sumerian nanna
- synonym:
- Sin
4. (ακκαδιαν) θεός της σελήνης
- Αντίστοιχη της σουμεριανής νάνας
- συνώνυμο:
- Αμαρτία
5. The 21st letter of the hebrew alphabet
- synonym:
- sin
5. Το 21ο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου
- συνώνυμο:
- αμαρτία
6. Violent and excited activity
- "They began to fight like sin"
- synonym:
- sin ,
- hell
6. Βίαιη και ενθουσιασμένη δραστηριότητα
- "Αρχίζουν να πολεμούν σαν αμαρτία"
- συνώνυμο:
- αμαρτία ,
- κόλαση
verb
1. Commit a sin
- Violate a law of god or a moral law
- synonym:
- sin ,
- transgress ,
- trespass
1. Διαπράττω αμαρτία
- Παραβιάζει ένα νόμο του θεού ή έναν ηθικό νόμο
- συνώνυμο:
- αμαρτία ,
- παραβιάζω ,
- παραπλάνηση
2. Commit a faux pas or a fault or make a serious mistake
- "I blundered during the job interview"
- synonym:
- drop the ball ,
- sin ,
- blunder ,
- boob ,
- goof
2. Διαπράξτε ένα ψεύτικο πατάρι ή ένα σφάλμα ή να κάνετε ένα σοβαρό λάθος
- "Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης εργασίας"
- συνώνυμο:
- πέτα την μπάλα ,
- αμαρτία ,
- αποσβήνω ,
- βουητό ,
- αποτυχία