Translation meaning & definition of the word "simplistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απλοϊκή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Simplistic
[Απλουστευτικόσ]/sɪmplɪstɪk/
adjective
1. Characterized by extreme and often misleading simplicity
- "A simplistic theory of the universe"
- "Simplistic arguments of the ruling party"
- synonym:
- simplistic
1. Χαρακτηρίζεται από ακραία και συχνά παραπλανητική απλότητα
- "Μια απλοϊκή θεωρία του σύμπαντος"
- "Απλά επιχειρήματα του κυβερνώντος κόμματος"
- συνώνυμο:
- απλουστευτικόσ