Translation meaning & definition of the word "simplify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απλοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Simplify
[Απλοποιώ]/sɪmpləfaɪ/
verb
1. Make simpler or easier or reduce in complexity or extent
- "We had to simplify the instructions"
- "This move will simplify our lives"
- synonym:
- simplify
1. Κάντε απλούστερη ή ευκολότερη ή μειώστε την πολυπλοκότητα ή την έκταση
- "Έπρεπε να απλοποιήσουμε τις οδηγίες"
- "Αυτή η κίνηση θα απλοποιήσει τη ζωή μας"
- συνώνυμο:
- απλοποιώ
Examples of using
Strive to simplify everything.
Προσπαθήστε να απλοποιήσετε τα πάντα.