Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "simple" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απλό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Simple

[Απλός]
/sɪmpəl/

noun

1. Any herbaceous plant having medicinal properties

    synonym:
  • simple

1. Κάθε ποώδες φυτό έχει φαρμακευτικές ιδιότητες

    συνώνυμο:
  • απλός

2. A person lacking intelligence or common sense

    synonym:
  • simpleton
  • ,
  • simple

2. Ένα άτομο που δεν έχει νοημοσύνη ή κοινή λογική

    συνώνυμο:
  • απλούστον
  • ,
  • απλός

adjective

1. Having few parts

  • Not complex or complicated or involved
  • "A simple problem"
  • "Simple mechanisms"
  • "A simple design"
  • "A simple substance"
    synonym:
  • simple

1. Έχοντας λίγα μέρη

  • Δεν είναι περίπλοκη ή περίπλοκη ή εμπλεκόμενη
  • "Ένα απλό πρόβλημα"
  • "Απλοί μηχανισμοί"
  • "Ένας απλός σχεδιασμός"
  • "Μια απλή ουσία"
    συνώνυμο:
  • απλός

2. Easy and not involved or complicated

  • "An elementary problem in statistics"
  • "Elementary, my dear watson"
  • "A simple game"
  • "Found an uncomplicated solution to the problem"
    synonym:
  • elementary
  • ,
  • simple
  • ,
  • uncomplicated
  • ,
  • unproblematic

2. Εύκολο και μη εμπλεκόμενο ή περίπλοκο

  • "Ένα στοιχειώδες πρόβλημα στη στατιστική"
  • "Στοιχειώδης, αγαπητέ μου γουότσον"
  • "Ένα απλό παιχνίδι"
  • "Βρήκε μια απλή λύση στο πρόβλημα"
    συνώνυμο:
  • στοιχειώδης
  • ,
  • απλός
  • ,
  • απλούσ
  • ,
  • μη προβληματική

3. Apart from anything else

  • Without additions or modifications
  • "Only the bare facts"
  • "Shocked by the mere idea"
  • "The simple passage of time was enough"
  • "The simple truth"
    synonym:
  • bare(a)
  • ,
  • mere(a)
  • ,
  • simple(a)

3. Εκτός από οτιδήποτε άλλο

  • Χωρίς προσθήκες ή τροποποιήσεις
  • "Μόνο τα γεγονότα"
  • "Συγκλονισμένος από την απλή ιδέα"
  • "Το απλό πέρασμα του χρόνου ήταν αρκετό"
  • "Η απλή αλήθεια"
    συνώνυμο:
  • γυμν()
  • ,
  • σοσι(
  • ,
  • απλο()

4. Exhibiting childlike simplicity and credulity

  • "Childlike trust"
  • "Dewy-eyed innocence"
  • "Listened in round-eyed wonder"
    synonym:
  • childlike
  • ,
  • wide-eyed
  • ,
  • round-eyed
  • ,
  • dewy-eyed
  • ,
  • simple

4. Επιδεικνύουν παιδική απλότητα και αξιοπιστία

  • "Παιδική εμπιστοσύνη"
  • "Αθωότητα με τα μάτια"
  • "Ακούστηκε σε στρογγυλά μάτια θαύμα"
    συνώνυμο:
  • παιδική
  • ,
  • μεγάλα μάτια
  • ,
  • στρογγυλά μάτια
  • ,
  • αποφλοιωμένοσ
  • ,
  • απλός

5. Lacking mental capacity and subtlety

    synonym:
  • dim-witted
  • ,
  • simple
  • ,
  • simple-minded

5. Έλλειψη πνευματικής ικανότητας και λεπτότητας

    συνώνυμο:
  • αμυδρό
  • ,
  • απλός
  • ,
  • απλό

6. (botany) of leaf shapes

  • Of leaves having no divisions or subdivisions
    synonym:
  • simple
  • ,
  • unsubdivided

6. (βοτανυ) των σχημάτων φύλλων

  • Από φύλλα που δεν έχουν διαιρέσεις ή υποδιαιρέσεις
    συνώνυμο:
  • απλός
  • ,
  • αδιαίρετοσ

7. Unornamented

  • "A simple country schoolhouse"
  • "Her black dress--simple to austerity"
    synonym:
  • simple

7. Ανεξερεύνητοσ

  • "Ένα απλό σχολείο της χώρας"
  • "Το μαύρο της φόρεμα-απλό στη λιτότητα"
    συνώνυμο:
  • απλός

Examples of using

Arabic is a simple language.
Τα αραβικά είναι μια απλή γλώσσα.
This problem is very simple.
Το πρόβλημα αυτό είναι πολύ απλό.
The truth is rarely pure and never simple.
Η αλήθεια είναι σπάνια καθαρή και ποτέ απλή.