Translation meaning & definition of the word "silt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάσπη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Silt
[Λάσπη]/sɪlt/
noun
1. Mud or clay or small rocks deposited by a river or lake
- synonym:
- silt
1. Λάσπη ή πηλός ή μικρά βράχια που εναποτίθενται από ένα ποτάμι ή μια λίμνη
- συνώνυμο:
- λάσπη
verb
1. Become chocked with silt
- "The river silted up"
- synonym:
- silt up ,
- silt
1. Πνίγομαι
- "Το ποτάμι απαλύνθηκε"
- συνώνυμο:
- λιώνω ,
- λάσπη