Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "silly" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "λοφώδης" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Silly

[Αθόρυβα]
/sɪli/

noun

1. A word used for misbehaving children

  • "Don't be a silly"
    synonym:
  • silly

1. Μια λέξη που χρησιμοποιείται για την κακή συμπεριφορά των παιδιών

  • "Μην είσαι ανόητος"
    συνώνυμο:
  • ανόητος

adjective

1. Ludicrous, foolish

  • "Gave me a cockamamie reason for not going"
  • "Wore a goofy hat"
  • "A silly idea"
  • "Some wacky plan for selling more books"
    synonym:
  • cockamamie
  • ,
  • cockamamy
  • ,
  • goofy
  • ,
  • sappy
  • ,
  • silly
  • ,
  • wacky
  • ,
  • whacky
  • ,
  • zany

1. Γελοίος, ανόητος

  • "Μου έδωσες έναν λόγο για να μην φύγω"
  • "Πήρα ένα ανόητο καπέλο"
  • "Μια ανόητη ιδέα"
  • "Κάποιο κακό σχέδιο για την πώληση περισσότερων βιβλίων"
    συνώνυμο:
  • κοκαΐνη
  • ,
  • κοκαμάμι
  • ,
  • ανόητοσ
  • ,
  • ζαφείρι
  • ,
  • ανόητος
  • ,
  • ζαν

2. Lacking seriousness

  • Given to frivolity
  • "A dizzy blonde"
  • "Light-headed teenagers"
  • "Silly giggles"
    synonym:
  • airheaded
  • ,
  • dizzy
  • ,
  • empty-headed
  • ,
  • featherbrained
  • ,
  • giddy
  • ,
  • light-headed
  • ,
  • lightheaded
  • ,
  • silly

2. Έλλειψη σοβαρότητας

  • Δίνεται στην επιπολαιότητα
  • "Μια ζαλισμένη ξανθιά"
  • "Ελαφρά εφήβους"
  • "Απίθανα γέλια"
    συνώνυμο:
  • αεροπορικώς
  • ,
  • ζαλισμένος
  • ,
  • ανοιχτόχρωμοσ
  • ,
  • φτερουγίζω
  • ,
  • παιδί
  • ,
  • ελαφρά κεφάλι
  • ,
  • ανόητος

3. Inspiring scornful pity

  • "How silly an ardent and unsuccessful wooer can be especially if he is getting on in years"- dashiell hammett
    synonym:
  • pathetic
  • ,
  • ridiculous
  • ,
  • silly

3. Εμπνευσμένη απεχθής λύπη

  • "Πόσο ανόητος μπορεί να είναι ένας ένθερμος και αποτυχημένος γουόκερ ειδικά αν συνεχίζει εδώ και χρόνια" - ντάσιελ χάμετ
    συνώνυμο:
  • αξιολύπητοσ
  • ,
  • γελοίο
  • ,
  • ανόητος

4. Dazed from or as if from repeated blows

  • "Knocked silly by the impact"
  • "Slaphappy with exhaustion"
    synonym:
  • punch-drunk
  • ,
  • silly
  • ,
  • slaphappy

4. Ζαλισμένος από ή σαν από τα επαναλαμβανόμενα χτυπήματα

  • "Κλειδωμένος ανόητος από τον αντίκτυπο"
  • "Σαλάφι με εξάντληση"
    συνώνυμο:
  • αναβάλλω
  • ,
  • ανόητος
  • ,
  • σλαφάπι

Examples of using

"Link, I need you." "Finally! I'll take off my clothes!" "Not in that sense, silly. Today is father's birthday!" "The King has a birthday?!" "Yes. You'll be in charge of the decorations and I'll invite the guests!"
"Σύνδεσε, σε χρειάζομαι." "Τελικά! Θα βγάλω τα ρούχα μου!" "Όχι με αυτή την έννοια, ανόητε. Σήμερα είναι τα γενέθλια του πατέρα!" "Ο βασιλιάς έχει γενέθλια?!" "Ναι. Θα είστε υπεύθυνοι για τις διακοσμήσεις και θα προσκαλέσω τους επισκέπτες!"
It's silly to fight over it.
Είναι ανόητο να παλεύεις για αυτό.
It's so silly.
Είναι τόσο ανόητο.