Translation meaning & definition of the word "silky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταξένιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Silky
[Μεταξένιο]/sɪlki/
adjective
1. Having a smooth, gleaming surface reflecting light
- "Glossy auburn hair"
- "Satiny gardenia petals"
- "Sleek black fur"
- "Silken eyelashes"
- "Silky skin"
- "A silklike fabric"
- "Slick seals and otters"
- synonym:
- satiny ,
- sleek ,
- silken ,
- silky ,
- silklike ,
- slick
1. Έχοντας μια ομαλή, λαμπερή επιφάνεια που αντανακλά το φως
- "Γυαλιστερά μαλλιά φούσκα"
- "Σατινά πέταλα γαρδένιας"
- "Μαύρη γούνα"
- "Μεταξένιες βλεφαρίδες"
- "Μαλακό δέρμα"
- "Ένα μεταξωτό ύφασμα"
- "Κλειδαριές σφραγίδες και βίδρες"
- συνώνυμο:
- σατινέ ,
- λεπτόσ ,
- μετάξι ,
- μεταξένιος ,
- μεταξοειδήσ ,
- παίζω