Translation meaning & definition of the word "silicon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυρίτιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Silicon
[Πυρίτιο]/sɪləkən/
noun
1. A tetravalent nonmetallic element
- Next to oxygen it is the most abundant element in the earth's crust
- Occurs in clay and feldspar and granite and quartz and sand
- Used as a semiconductor in transistors
- synonym:
- silicon ,
- Si ,
- atomic number 14
1. Ένα τετραδύναμο μη μεταλλικό στοιχείο
- Δίπλα στο οξυγόνο είναι το πιο άφθονο στοιχείο στο φλοιό της γης
- Εμφανίζεται σε πηλό και φελτσπάρ και γρανίτη και χαλαζία και άμμο
- Χρησιμοποιείται ως ημιαγωγός σε τρανζίστορ
- συνώνυμο:
- πυρίτιο ,
- Σι ,
- ατομικός αριθμός 14